φωσφατιδυλοσερίνη

φωσφατιδυλοσερίνη
η, Ν
(βιοχ.) φωσφογλυκερίδιο τού οποίου η αλκοολική ομάδα είναι η σερίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphatidyl serine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλίνες — Υποομάδα φωσφολιπιδίων, τα οποία είναι διαδεδομένα στους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς ως συστατικά των βιολογικών μεμβρανών. Οι σημαντικότερες κ. είναι η φωσφατιδυλοσερίνη και η φωσφατιδυλαιθανολαμίνη. Οι κ. συναντώνται σε αφθονία στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”